H Θεωρία της Κοινωνικής Σύγκρουσης ως εξηγητική αρχή στην περίπτωση των ενδοοικογενειακών αντιπαραθέσεων εν μέσω πανδημικής κρίσης

        Βάσει της Κοινωνικής Θεωρίας των Συγκρούσεων, η σύγκρουση αποτελεί μια «φυσική» κατάσταση διαφωνίας και αντιπαράθεσης η οποία προκύπτει τόσο μεταξύ ατόμων όσο και μεταξύ ομάδων που διαφέρουν σε απόψεις, συμπεριφορές, αξίες, ανάγκες και κοσμοθεωρίες και θέτει την κοινωνία ή την ομάδα, σε κλονισμό μέχρι που κάποια από τις αντιμαχόμενες ομάδες παίρνει την εξουσία και επέρχεται ισορροπία. Οι θεωρίες κοινωνικής σύγκρουσης διαμορφώθηκαν το 1950 από κοινωνιολόγους όπως ο Lewis Coser και ο Ralf Dahrendorf και προτάθηκαν ως το «αντίδοτο» στον κυρίαρχο δομολειτουργισμό, ο οποίος αναδεικνύει στη συγκρότηση και την λειτουργία των κοινωνικών σχέσεων, τις έννοιες της συνεργασίας και της συναίνεσης, αγνοώντας την αντιπαράθεση. Αναδεικνύοντας την έννοια της εξουσίας ως βασικής στη συγκρότηση του κοινωνικού κόσμου,οι θεωρίες κοινωνικής σύγκρουσης αποτέλεσαν έναν εναλλακτικό τρόπο κατανόησης του τρόπου λειτουργίας των κοινωνιών, διακρίνοντας τα αντικρουόμενα συμφέροντα και την εκμετάλλευση σε κάθε μορφή κοινωνικής σχέσης. Σε αντιδιαστολή με το λειτουργισμό, στις θεωρίες της σύγκρουσης, αντιπαραβάλλεται μια εξουσιαστική σχέση με τη συμμετοχή δύο μερών, στα πλαίσια της οποίας προκύπτει μοιραία, ένας συμβιβασμός, καθώς αναπόφευκτα ο αδύναμος εισχωρεί στην άποψη του ισχυρού. Η σύγκρουση, ως δυναμική κοινωνική διαδικασία, οδηγεί ενδεχομένως στην ανταλλαγή και τη σύνθεση αντιπαρατιθέμενων απόψεων, δίνοντας τη δυνατότητα στην κοινωνία να αποκτήσει δυναμική μορφή και να εξελίσσεται σε βάθος χρόνου, αποφεύγοντας τη στασιμότητα. Στη σύγχρονη εκδοχή της θεωρίας των κοινωνικών συγκρούσεων υπάρχουν τέσσερις βασικές προϋποθέσεις οι οποίες μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη σύγκρουση σε βάθος: ο ανταγωνισμός, η επανάσταση, η δομική ανισότητα και η έσχατη μορφή σύγκρουσης, ο πόλεμος. 

        Λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές του ανταγωνισμού αλλά και της επανάστασης, στη σφαίρα κατανόησης των κοινωνικών συγκρούσεων, θα μπορούσε  κανείς να κατανοήσει και να ερμηνεύσει την περίπτωση της ενδοοικογενειακής αντιπαράθεσης-σύγκρουσης τόσο μεταξύ των συζύγων, όσο και μεταξύ των γονέων και των παιδιών. Αναλυτικότερα, οι θεωρητικοί των κοινωνικών συγκρούσεων προϋποθέτουν ότι ο ανταγωνισμός αποτελεί τη βάση οργάνωσης της κοινωνικής ζωής παρά η συνεργασία. Ο ανταγωνισμός προκύπτει τόσο από την ανεπάρκεια των πηγών, αρχικά σε μια υλική διάσταση, όπως τα χρήματα, η ιδιοκτησία, τα προϊόντα κλπ, αλλά και σε επίπεδο ιδεολογικών σχημάτων και ανθρώπινων αξιών όπως ο ελεύθερος χρόνος, το επαγγελματικό και κοινωνικό κύρος η κυριαρχία σε διαπροσωπικό επίπεδο, η διεκδίκηση συντρόφων κλπ. Εντός του ενδοοικογενειακού πλαισίου λοιπόν, η θεωρία της σύγκρουσης μπορεί να παρέξει ένα πλαίσιο κατανόησης των συζυγικών συγκρούσεων οι οποίες διαμορφώνουν και εγκαθιδρύουν μια συγκεκριμένη δυναμική στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων. Με την βαθμιαία εξέλιξη των κοινωνιών, οι γυναίκες αποκτούν δύναμη και εξουσία, εφάμιλλη με εκείνη των ανδρών, μέσα από την κατάκτηση της μόρφωσης και της δυναμικής εισόδου της στην αγορά εργασίας. Οι νέοι ρόλοι της γυναίκας,ως πεδίο χειραφέτησης, αντιπαραβάλλονται με εκείνους των ανδρών, που η επικρατούσα ακόμα και έως τις μέρες μας, πατριαρχία καθόρισε διαγενεακά τη διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων. Στο πλαίσιο αυτό , άλλοτε του ρητού  και άλλοτε του άρρητου ανταγωνισμού, η “παραδοσιακή” δομή της οικογένειας με το αρσενικό να κυριαρχεί , σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης ζωής της οικογένειας πλέον αμφισβητείται και αποσταθεροποιείται. Οι ανδρικοί και γυναικείοι ρόλοι ανασχηματίζονται και αναδιανέμονται δημιουργώντας για τις οικογένειες νέα πεδία σύγκρουσης και αντιπαραθέσεων, μέσα από τα οποία κατασκευάζονται και οι σύγχρονες μορφές οικογένειας (μονογονεϊκές, ομοφυλοφιλικές, οικογένειες ανασυγκροτημένες οι οποίες προκύπτουν από δεύτερο γάμο των συζύγων στον οποίον παιδιά από τον πρώτο και το δεύτερο γάμο μοιράζονται τον κοινό οικιακό χώρο, οικογένειες που προκύπτουν από δωρεά ωαρίων ή και από τράπεζα σπέρματος κ.ο.κ) Σε μια ανταγωνιστική σύγκρουση μεταξύ των συζύγων, οι σύζυγοι διαθέτουν την ίδια ισχύ και προσπαθούν με δυναμκές στρατηγικές να εγκαθιδρύσουν ο καθένας της εξουσία τους με κάθε τίμημα, συχνότατα πλέον και τελική κατάληξη τη διάλυση της σχέσης και το διαζύγιο. Στο ανταγωνιστικό αυτό συγκρουσιακό πλαίσιο, σταδιακά ο “άλλος” θεωρείται αντίπαλος, που πρέπει να ηττηθεί με κάθε τρόπο, συχνά με απειλές εκβιασμούς και διαρκείς οχλήσεις ή με την επικράτηση ακραίων, δη συχνότατων, κακοποιητικών συμπεριφορών που οδηγούν σε ενδοοικογενειακή βία διακυβεύοντας την ασφάλεια και τη συνοχή της οικογένειας. Συχνά η έκφραση του ανταγωνισμού μεταξύ μιας συγκρουσιακής συζυγικής σχέσης, είναι υπόρρητη και εκδηλώνεται με λανθάνοντα τρόπο, όπως για παράδειγμα την έκφραση μιας αδιαφορίας: η σύγκρουση στο πεδίο αυτό μπορεί να χαρακτηρίζεται από περιστασιακές επιθέσεις, που εναλλάσσονται με αδιαφορία. Για παράδειγμα μία σύζυγος, που δεν είναι ευχαριστημένη με τα επαγγελματικά και οικονομικά επιτεύγματα του συζύγου της, μπορεί να επιδίδεται σε ευκαιριακές φραστικές επιθέσεις ή παράπονα, τα οποία ενδεχομένως να εκφράζονται πιο έντονα σε τρίτους όπως σε άτομα του ευρύτερου συγγενικού ή φιλικού περίγυρου, τα οποία συχνά, λειτουργώντας ως βαλβίδα αποσυμπίεσης και αποσυμφόρησης των συσσωρευμένων εντάσεων, προσφέρουν πρόσκαιρα ένα πεδίο εκτόνωσης, διατηρώντας έτσι μια ισορροπία στο οικογενειακό σύστημα, μέσα στο οποίο όμως, σε αυτή τη συγκυρία, περισσότερο διαιωνίζει παρά επιλύει ή αξιοποιεί δημιουργικά τη σύγκρουση μεταξύ των συζύγων.

        Αναφορικά με την αλλαγή των συνθηκών στο επίπεδο της οικογενειακής ζωής την εποχή του κορονοϊού, ο εγκλεισμός των συζύγων στο σπίτι, στο οποίο μεταφέρθηκαν όλες οι δραστηριότητες των συζύγων στην ιδιωτική σφαίρα του “νοικοκυριού”, ανέδειξε περισσότερες συγκρούσεις μεταξύ των συζύγων, καθώς προέβαλλε ως αναγκαία η “επιστροφή” της γυναίκας στο σπίτι επαναφέροντας την οικογένεια σε παλαιότερα παραδοσιακά πλαίσια, μέσα στα οποία η γυναίκα είναι επιφορτισμένη τόσο με τον ρόλο του φροντιστή των υπολοίπων μελών, με αυξημένα γονεϊκά καθήκοντα, αλλα και επιφορτισμένη να φέρει εις πέρας τη σχολαστική καθαριότητα του σπιτιού καθ'υπόδειξη της πολιτείας στο πλαίσιο τήρησης των υγιεινομικών μέτρων στην περίοδο της πρώτης καραντίνα. Την ιδια στιγμή, καλείται να διατηρήσει και να διεκπαιρεώσει παράλληλα τις υποχρεώσεις και τις ασχολίες της (τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, κοινωνική δικτύωση, κλπ) Στο πανδημικό αυτό πλαίσιο, καθώς οι δραστηριότητες ανδρών και γυναικών συγκεντρώθηκαν “χωροταξικά” μέσα στο σπίτι, διαφάνηκε η πολλαπλότητα των ρόλων που η γυναίκα έχει αναλάβει σε σχέσημε τον άνδρα, ο οποίος κατά βάση, επικεντρώθηκε στις σύνηθεις ασχολίες της τηλεργασίας αλλά και των κοινωνικών επαφών δια μέσου πλέον του διαδικτύου, γεγονός το οποίο επέφερε συναισθηματική δυσφορία εντός των συζύγων, προκαλώντας συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις ενώ επανήλθαν τα συνήθη ζητήματα περί ισότητας των φύλων τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο διάλογο. Ως εκ τούτου στη διάσταση των αρχών του ανταγωνισμού, όπως διατυπώθηκε στην θεωρία των συγκρούσεων, αναδύθηκε το ανταγωνιστικό-συγκρουσιακό δίπολο στη δυναμική της συζυγικής σχέσης, με τη γυναίκα να υπερ-λειτουργεί και τον άνδρα να υπο-λειτουργεί σε σχέση με εκείνη.     

    

        Παραμένοντας στο ίδιο ενδοοικογενειακό πλαίσιο επεξήγησης των συγκρούσεωνπου ανακύπτουν μέσα σε αυτό, συγκρούσεις δημιουργούνται και στις σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών. Στο σημείο αυτό, ίσως να μπορούμε να συσχετίσουμε τις πιθανές συγκρούσεις μεταξύ γονέων και παιδιών , με την αρχή της επανάστασης ως εξηγητική αρχή της θεωρίας των συγκρούσεων, αλλά στην αφαιρετική της εκδοχή, αφού η επαναστατική διάθεση εδώ, προκύπτει αναπόφευκτα λόγω της εφηβικής περιόδου και στην οποία εξ'ορισμού επιδιώκεται η αντιπαράθεση, ως ανάγκη των εφήβων να συγκρουστούν με τον “σημαντικό άλλο” (τον γονιό εν προκειμένω) έτσι ώστε να βρούν και να συγκροτήσουν οι ίδιοι, την ταυτότητά τους. Η εφηβική περίοδος με τη στροφή του εφήβου στον εαυτό και τις αλλαγές που επιφέρει σε βιολογικό, συναισθηματικό και γνωστικό επίπεδο, οι συγκρούσεις επικρατούν, τόσο με τους γονείς, όσο και με τους ενήλικες που συγκροτούν τον κοινωνικό κόσμο στα μάτια του εφήβου (το σύστημα, οι αρχές, το κράτος κλπ). Στα συγκρουσιακά οικογενειακά πλαίσια, οι γονείς δεν εξηγούν στα παιδιά τους το σκοπό των αποφάσεών τους και σταδιακά τα παιδιά απαξιώνουν το διάλογο, επειδή δεν διαβλέπουν κάποια αξία σ ́ αυτόν, ενώ σε άλλες περιπτώσεις οικογενειών, ο διάλογος διακόπτεται όταν οι γονείς αισθανθούν ότι απειλείται το σύστημα της οικογένειας. Κατά συνέπεια, οι γονείς και τα παιδιά διαμορφώνουν ξεχωριστούς πόλους εξουσίας ενώ εξυφαίνεται μια διαρκής προσπάθεια για την τελική πικράτηση του ενός. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί οι άκαμπτοι κανόνες να επικρατήσουν, των οποίων η παραβίαση από μέρους των εφήβων, είναι ένδειξη δύναμης και επικράτησης. Συγκρούσεις μεταξύ των γονέων και παιδιών αλλά και μεταξύ των γενεών, ιδιαίτερα στη σχέση της “τρίτης και τέταρτης ηλικίας” με τις νεότερες γενιές, εν μέσω της πανδημικής κρίσης. Οι νέοι ως οι λιγότεροι ευάλωτοι στον ιό, επέμειναν δυναμικά στης συνήθεις μορφές κοινωνικότητας συχνά παραβλέποντας τις προτροπές της πολιτείας για την τήρηση των υγειονομικών μέτρων και της κοινωνικής αποστασιοποίησης. Έτσι, στο πλαίσιο αυτό, αναδύεται ένα σοβαρό πλήγμα “διαγενεακής αλληλεγγύης” και ένα χάσμα γενεών στις νοοτροπίες μέσα στο οποίο αναπαράγεται η σύγκρουση στη διάσταση της επανάστασης τοσο, απέναντι στους μεγαλύτερους όσο και απέναντι στην ίδια την πολιτεία. 

 

        Εν κατακλείδι, ο εγκλεισμός των μελών της οικογένειας στο σπίτι, ως μέτρο αντιμετώπισης της εξάπλωσης της πανδημίας, τόσο στο συζυγικό επίπεδο, όσο και μεταξύ των σχέσεων γονέων και παιδιών, ανέδειξε την εξής βαθύτερη σύγκρουση-αντίφαση σε κοινωνιοψυχολογικό επίπεδο: από την μία πλευρά ο εγκλεισμός και η  μαζική επιστροφή των μελών της οικογένειας σε αυτό προσέφερε μια ευκαιρία ενδυνάμωσης των σχέσεων, από την άλλη πλευρά, αυτή η επιστροφή φάνηκε να φορτίζει ψυχολογικά τα οικογενειακά μέλη καθώς ενισχύθηκαν οι πρόδηλες συγκρούσεις ενώ αναδύθηκαν οι λανθάνουσες.              

* Αναδημοσίεση του παρόντος κειμένου, γίνεται μόνο κατόπιν συναίνεσης της αρθρογράφου
 
Βιβλιογραφία
 
Αλεξιάς Γ. (2021) Θεωρίες των Κοινωνικών Συγκρούσεων. Σημειώσεις μαθήματος, Τμήμα Ψυχολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
 
Bay, R. C., & Braver, S. L. (1990). Perceived control of the divorce settlement processand interparental conflict.Family Relations, 39, 382–387.
 
Hall, J. A. (1987). Parent-adolescent conflict: An empirical review. Adolescence, 22,
767–789.Θέμα Θεωρητικού Μαθήματος: Πως μπορεί η Θεωρία των συγκρούσεων να
εφαρμοστεί/χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση της ενδοοικογενειακής αντιπαράθεσης
είτε μεταξύ των δύο συζύγων είτε μεταξύ γονιών παιδιών
Βάσει της Θεωρίας των Συγκρούσεων, η σύγκρουση αποτελεί μια «φυσική»
κατάσταση διαφωνίας και αντιπαράθεσης η οποία προκύπτει τόσο μεταξύ ατόμων όσο
και μεταξύ ομάδων που διαφέρουν σε απόψεις, συμπεριφορές, αξίες, ανάγκες και
κοσμοθεωρίες και θέτει την κοινωνία ή την ομάδα, σε κλονισμό μέχρι που κάποια από
τις αντιμαχόμενες ομάδες παίρνει την εξουσία και επέρχεται ισορροπία. Οι θεωρίες
κοινωνικής σύγκρουσης διαμορφώθηκαν το 1950 από κοινωνιολόγους όπως ο Lewis
Coser και ο Ralf Dahrendorf και προτάθηκαν ως το «αντίδοτο» στον κυρίαρχο
δομολειτουργισμό, ο οποίος αναδεικνύει στη συγκρότηση και την λειτουργία των
κοινωνικών σχέσεων, τις έννοιες της συνεργασίας και της συναίνεσης, αγνοώντας την
αντιπαράθεση. Αναδεικνύοντας την έννοια της εξουσίας ως βασικής στη συγκρότηση του
κοινωνικού κόσμου,οι θεωρίες κοινωνικής σύγκρουσης αποτέλεσαν έναν εναλλακτικό
τρόπο κατανόησης του τρόπου λειτουργίας των κοινωνιών, διακρίνοντας τα
αντικρουόμενα συμφέροντα και την εκμετάλλευση σε κάθε μορφή κοινωνικής σχέσης. Σε
αντιδιαστολή με το λειτουργισμό, στις θεωρίες της σύγκρουσης, αντιπαραβάλλεται μια
εξουσιαστική σχέση με τη συμμετοχή δύο μερών, στα πλαίσια της οποίας προκύπτει
μοιραία, ένας συμβιβασμός, καθώς αναπόφευκτα ο αδύναμος εισχωρεί στην άποψη του
ισχυρού. Η σύγκρουση, ως δυναμική κοινωνική διαδικασία, οδηγεί ενδεχομένως στην
 
1
 
ανταλλαγή και τη σύνθεση αντιπαρατιθέμενων απόψεων, δίνοντας τη δυνατότητα στην
κοινωνία να αποκτήσει δυναμική μορφή και να εξελίσσεται σε βάθος χρόνου,
αποφεύγοντας τη στασιμότητα.
Στη σύγχρονη εκδοχή της θεωρίας των κοινωνικών συγκρούσεων υπάρχουν
τέσσερις βασικές προϋποθέσεις οι οποίες μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη σύγκρουση
σε βάθος: ο ανταγωνισμός, η επανάσταση, η δομική ανισότητα και η έσχατη μορφή
σύγκρουσης, ο πόλεμος. Λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές του ανταγωνισμού αλλά και της
επανάστασης, στη σφαίρα κατανόησης των κοινωνικών συγκρούσεων, θα μπορούσε
κανείς να κατανοήσει και να ερμηνεύσει την περίπτωση της ενδοοικογενειακής
αντιπαράθεσης-σύγκρουσης τόσο μεταξύ των συζύγων, όσο και μεταξύ των γονέων και
των παιδιών. Αναλυτικότερα, οι θεωρητικοί των κοινωνικών συγκρούσεων
προϋποθέτουν ότι ο ανταγωνισμός αποτελεί τη βάση οργάνωσης της κοινωνικής ζωής
παρά η συνεργασία. Ο ανταγωνισμός προκύπτει τόσο από την ανεπάρκεια των πηγών,
αρχικά σε μια υλική διάσταση, όπως τα χρήματα, η ιδιοκτησία, τα προϊόντα κλπ, αλλά
και σε επίπεδο ιδεολογικών σχημάτων και ανθρώπινων αξιών όπως ο ελεύθερος χρόνος,
το επαγγελματικό και κοινωνικό κύρος η κυριαρχία σε διαπροσωπικό επίπεδο, η
διεκδίκηση συντρόφων κλπ. Εντός του ενδοοικογενειακού πλαισίου λοιπόν, η θεωρία της
σύγκρουσης μπορεί να παρέξει ένα πλαίσιο κατανόησης των συζυγικών συγκρούσεων
οι οποίες διαμορφώνουν και εγκαθιδρύουν μια συγκεκριμένη δυναμική στις σχέσεις
μεταξύ των δύο φύλων. Με την βαθμιαία εξέλιξη των κοινωνιών, οι γυναίκες αποκτούν
δύναμη και εξουσία, εφάμιλλη με εκείνη των ανδρών, μέσα από την κατάκτηση της
μόρφωσης και της δυναμικής εισόδου της στην αγορά εργασίας. Οι νέοι ρόλοι της
γυναίκας,ως πεδίο χειραφέτησης, αντιπαραβάλλονται με εκείνους των ανδρών, που η
επικρατούσα ακόμα και έως τις μέρες μας, πατριαρχία καθόρισε διαγενεακά τη
διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων. Στο πλαίσιο αυτό , άλλοτε του ρητού
και άλλοτε του άρρητου ανταγωνισμού, η “παραδοσιακή” δομή της οικογένειας με το
αρσενικό να κυριαρχεί , σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης ζωής της οικογένειας πλέον
αμφισβητείται και αποσταθεροποιείται. Οι ανδρικοί και γυναικείοι ρόλοι
ανασχηματίζονται και αναδιανέμονται δημιουργώντας για τις οικογένειες νέα πεδία
σύγκρουσης και αντιπαραθέσεων, μέσα από τα οποία κατασκευάζονται και οι σύγχρονες
μορφές οικογένειας (μονογονεϊκές, ομοφυλοφιλικές, οικογένειες ανασυγκροτημένες οι
οποίες προκύπτουν από δεύτερο γάμο των συζύγων στον οποίον παιδιά από τον πρώτο
και το δεύτερο γάμουν μοιράζονται τον κοινό οικιακό χώρο, οικογένειες που προκύπτουν
 
2
 
από δωρεά ωαρίων ή και από τράπεζα σπέρματος κ.ο.κ) Σε μια ανταγωνσιτική
σύγκρουση μεταξύ των συζύγων, οι σύζυγοι διαθέτουν την ίδια ισχύ και προσπαθούν με
δυναμκές στρατηγικές να εγκαθιδρύσουν ο καθένας της εξουσία τους με κάθε τίμημα,
συχνότατα πλέον και τελική κατάληξη τη διάλυση της σχέσης και το διαζύγιο. Στο
ανταγωνιστικό αυτό συγκρουσιακό πλαίσιο, σταδιακά ο “άλλος” θεωρείται αντίπαλος,
που πρέπει να ηττηθεί με κάθε τρόπο, συχνά με απειλές εκβιασμούς και διαρκείς
οχλήσεις ή με την επικράτηση ακραίων, δη συχνότατων, κακοποιητικών συμπεριφορών
που οδηγούν σε ενδοοικογενειακή βία διακυβεύοντας την ασφάλεια και τη συνοχή της
οικογένειας. Συχνά η έκφραση του ανταγωνισμού μεταξύ μιας συγκρουσιακής συζυγικής
σχέσης, είναι υπόρρητη και εκδηλώνεται με λανθάνοντα τρόπο, όπως για παράδειγμα
την έκφραση μιας αδιαφορίας: η σύγκρουση στο πεδίο αυτό μπορεί να χαρακτηρίζεται
από περιστασιακές επιθέσεις, που εναλλάσσονται με αδιαφορία. Για παράδειγμα μία
σύζυγος, που δεν είναι ευχαριστημένη με τα επαγγελματικά και οικονομικά επιτεύγματα
του συζύγου της, μπορεί να επιδίδεται σε ευκαιριακές φραστικές επιθέσεις ή παράπονα,
τα οποία ενδεχομένως να εκφράζονται πιο έντονα σε τρίτους όπως σε άτομα του
ευρύτερου συγγενικού ή φιλικού περίγυρου, τα οποία συχνά, λειτουργώντας ως βαλβίδα
αποσυμπίεσης και αποσυμφόρησης των συσσωρευμένων εντάσεων, προσφέρουν
πρόσκαιρα ένα πεδίο εκτόνωσης, διατηρώντας έτσι μια ισορροπία στο οικογενειακό
σύστημα, μέσα στο οποίο όμως, σε αυτή τη συγκυρία, περισσότερο διαιωνίζει παρά
επιλύει ή αξιοποιεί δημιουργικά τη σύγκρουση μεταξύ των συζύγων.
Αναφορικά με την αλλαγή των συνθηκών στο επίπεδο της οικογενειακής ζωής
στην εποχή του κορονοϊού, ο εγκλεισμός των συζύγων στο σπίτι, στο οποίο
μεταφέρθηκαν όλες οι δραστηριότητες των συζύγων στην ιδιωτική σφαίρα του
“νοικοκυριού”, ανέδειξε περισσότερες συγκρούσεις μεταξύ των συζύγων, καθώς
προέβαλλε ως αναγκαία η “επιστροφή” της γυναίκας στο σπίτι επαναφέροντας την
οικογένεια σε παλαιότερα παραδοσιακά πλαίσια, μέσα στα οποία η γυναίκα είναι
επιφορτισμένη τόσο με τον ρόλο του φροντιστή των υπολοίπων μελών, με αυξημένα
γονεϊκά καθήκοντα, αλλα και επιφορτισμένη να φέρει εις πέρας τη σχολαστική
καθαριότητα του σπιτιού καθ'υπόδειξη της πολιτείας στο πλαίσιο τήρησης των
υγιεινομικών μέτρων στην περίοδο της πρώτης καραντίνα. Την ιδια στιγμή, καλείται να
διατηρήσει και να διεκπαιρεώσει παράλληλα τις υποχρεώσεις και τις ασχολίες της
(τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, κοινωνική δικτύωση, κλπ) Στο πανδημικό αυτό πλαίσιο,
καθώς οι δραστηριότητες ανδρών και γυναικών συγκεντρώθηκαν “χωροταξικά” μέσα
 
3
 
στο σπίτι, διαφάνηκε η πολλαπλότητα των ρόλων που η γυναίκα έχει αναλάβει σε σχέση
με τον άνδρα, ο οποίος κατά βάση, επικεντρώθηκε στις σύνηθεις ασχολίες της
τηλεργασίας αλλά και των κοινωνικών επαφών δια μέσου πλέον του διαδικτύου, γεγονός
το οποίο επέφερε συναισθηματική δυσφορία εντός των συζύγων, προκαλώντας
συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις ενώ επανήλθαν τα συνήθη ζητήματα περί ισότητας των
φύλων τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο διάλογο. Ως εκ τούτου στη διάσταση των
αρχών του ανταγωνισμού, όπως διατυπώθηκε στην θεωρία των συγκρούσεων,
αναδύθηκε το ανταγωνιστικό-συγκρουσιακό δίπολο στη δυναμική της συζυγικής σχέσης,
με τη γυναίκα να υπερ-λειτουργεί και τον άνδρα να υπο-λειτουργεί σε σχέση με εκείνη.
Παραμένοντας στο ίδιο ενδοοικογενειακό πλαίσιο επεξήγησης των συγκρούσεων
που ανακύπτουν μέσα σε αυτό, συγκρούσεις δημιουργούνται και στις σχέσεις μεταξύ
γονέων και παιδιών. Στο σημείο αυτό, ίσως να μπορούμε να συσχετίσουμε τις πιθανές
συγκρούσεις μεταξύ γονέων και παιδιών , με την αρχή της επανάστασης ως εξηγητική
αρχή της θεωρίας των συγκρούσεων, αλλά στην αφαιρετική της εκδοχή, αφού η
επαναστατική διάθεση εδώ, προκύπτει αναπόφευκτα λόγω της εφηβικής περιόδου και
στην οποία εξ'ορισμού επιδιώκεται η αντιπαράθεση, ως ανάγκη των εφήβων να
συγκρουστούν με τον “σημαντικό άλλο” (τον γονιό εν προκειμένω) έτσι ώστε να βρούν
και να συγκροτήσουν οι ίδιοι, την ταυτότητά τους. Η εφηβική περίοδος με τη στροφή του
εφήβου στον εαυτό και τις αλλαγές που επιφέρει σε βιολογικό, συναισθηματικό και
γνωστικό επίπεδο, οι συγκρούσεις επικρατούν, τόσο με τους γονείς, όσο και με τους
ενήλικες που συγκροτούν τον κοινωνικό κόσμο στα μάτια του εφήβου (το σύστημα, οι
αρχές, το κράτος κλπ). Στα συγκρουσιακά οικογενειακά πλαίσια, οι γονείς δεν εξηγούν
στα παιδιά τους το σκοπό των αποφάσεών τους και σταδιακά τα παιδιά απαξιώνουν το
διάλογο, επειδή δεν διαβλέπουν κάποια αξία σ ́ αυτόν, ενώ σε άλλες περιπτώσεις
οικογενειών, ο διάλογος διακόπτεται όταν οι γονείς αισθανθούν ότι απειλείται το
σύστημα της οικογένειας. Κατά συνέπεια, οι γονείς και τα παιδιά διαμορφώνουν
ξεχωριστούς πόλους εξουσίας ενώ εξυφαίνεται μια διαρκής προσπάθεια για την τελική
επικράτηση του ενός. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί οι άκαμπτοι κανόνες να επικρατήσουν,
των οποίων η παραβίαση από μέρους των εφήβων, είναι ένδειξη δύναμης και
επικράτησης. Συγκρούσεις μεταξύ των γονέων και παιδιών αλλά και μεταξύ των γενεών,
ιδιαίτερα στη σχέση της “τρίτης και τέταρτης ηλικίας” με τις νεότερες γενιές, εν μέσω
της πανδημικής κρίσης. Οι νέοι ως οι λιγότεροι ευάλωτοι στον ιό, επέμειναν δυναμικά
στης συνήθεις μορφές κοινωνικότητας συχνά παραβλέποντας τις προτροπές της
 
4
 
πολιτείας για την τήρηση των υγειονομικών μέτρων και της κοινωνικής
αποστασιοποίησης. Έτσι, στο πλαίσιο αυτό, αναδύεται ένα σοβαρό πλήγμα “διαγενεακής
αλληλεγγύης” και ένα χάσμα γενεών στις νοοτροπίες μέσα στο οποίο αναπαράγεται η
σύγκρουση στη διάσταση της επανάστασης τοσο, απέναντι στους μεγαλύτερους όσο και
απέναντι στην ίδια την πολιτεία.
Εν κατακλείδι, ο εγκλεισμός των μελών της οικογένειας στο σπίτι, ως μέτρο
αντιμετώπισης της εξάπλωσης της πανδημίας, τόσο στο συζυγικό επίπεδο, όσο και
 
μεταξύ των σχέσεων γονέων και παιδιών, ανέδειξε την εξής βαθύτερη σύγκρουση-
αντίφαση σε κοινωνιοψυχολογικό επίπεδο: από την μία πλευρά ο εγκλεισμός και η
 
μαζική επιστροφή των μελών της οικογένειας σε αυτό προσέφερε μια ευκαιρία
ενδυνάμωσης των σχέσεων, από την άλλη πλευρά, αυτή η επιστροφή φάνηκε να
φορτίζει ψυχολογικά τα οικογενειακά μέλη καθώς ενισχύθηκαν οι πρόδηλες συγκρούσεις
ενώ αναδύθηκαν οι λανθάνουσες. Έτσι, η θεωρία της κοινωνικής σύγκρουσης, μέσα από
τις αρχές του ανταγωνισμού και της επανάστασης, μπορεί να εξηγήσει με επαρκή τρόπο
τις συγκρούσεις εντός των ορίων του ενδοοικογενειακού πλαισίου.
 
Βιβλιογραφία
 
Αλεξιάς Γ. (2021) Θεωρίες των Κοινωνικών Συγκρούσεων. Σημειώσεις μαθήματος, Τμήμα
Ψυχολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
 
Bay, R. C., & Braver, S. L. (1990). Perceived control of the divorce settlement process
and interparental conflict.Family Relations, 39, 382–387.
 
Hall, J. A. (1987). Parent-adolescent conflict: An empirical review. Adolescence, 22,
767–789.

Ημερολόγιο Γεγονότων

Ψυχολογική Αναδραστικότητα: Η αντίδραση στον περιορισμό της ελευθερίας

Η τρέχουσα περίοδος, την οποία διανύουμε με άγχος και αβεβαιότητα, είναι πρωτόγνωρη για κάθε άτομο, ομάδα και κοινωνία. Είναι, ίσως, η πρώτη φορά που λόγω μιας πανδημίας, η πλειοψηφία των κατοίκων του πλανήτη έχει τεθεί σε καραντίνα και απομόνωση, με σκοπό τη διακοπή της μετάδοσης του –γνωστού πια...
Διαβάστε περισσότερα