Ψυχολογική Αναδραστικότητα: Η αντίδραση στον περιορισμό της ελευθερίας

Η τρέχουσα περίοδος, την οποία διανύουμε με άγχος και αβεβαιότητα, είναι πρωτόγνωρη για κάθε άτομο, ομάδα και κοινωνία. Είναι, ίσως, η πρώτη φορά που λόγω μιας πανδημίας, η πλειοψηφία των κατοίκων του πλανήτη έχει τεθεί σε καραντίνα και απομόνωση, με σκοπό τη διακοπή της μετάδοσης του –γνωστού πια σε όλους μας- κορωνοϊού. Οι επιπτώσεις στην καθημερινότητα δεν είναι απλά πολλές, αλλά την έχουν αλλάξει εντελώς. Επιμελής φροντίδα της προσωπικής μας υγιεινής, παραμονή στο σπίτι, αποφυγή σωματικής κοντινότητας και περιορισμός στην κυκλοφορία είναι μερικά από τα δεδομένα της νέας μας καθημερινότητας. Πολλές φορές έχει ορθά διατυπωθεί από ειδικούς ψυχικής υγείας η αίσθηση της απώλειας βαθμών ελευθερίας και ο αντίκτυπός της στις σκέψεις και στα συναισθήματά μας. Έτσι, η συζήτηση περί αισθήματος ελευθερίας απηχεί σε διάφορες ερμηνείες και θεωρίες, μια εκ των οποίων είναι και εκείνη του Τζακ Μπρεμ (Jack W. Brehm, 1928 – 2009) με τον όρο «Ψυχολογική Αναδραστικότητα».

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, ως φαινόμενο, το παρατηρούμε σχεδόν στο σύνολο της κοινωνίας. Εμείς οι άνθρωποι αντιπαθούμε τις απαγορεύσεις και τις επιβολές, καθώς μας κάνουν να νιώθουμε ότι απειλείται η ελευθερία μας. Αυτό το συναίσθημα είναι το αποτέλεσμα της περιέργειας του ανθρώπου να μάθει για το άγνωστο και τις συνέπειες των πραγμάτων που υποτίθεται ότι είναι επικίνδυνα. Τα πράγματα γίνονται πιο ελκυστικά απλώς και μόνο επειδή είναι απαγορευμένα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα βασικό ένστικτο για να μάθεις, να μεγαλώσεις, να ωριμάσεις και να επιβιώσεις… Η απαγόρευση μετατρέπεται σε μια πολύ έντονη περιέργεια για το τί βρίσκεται πέρα από το γνωστό, και ως εκ τούτου, οτιδήποτε πέρα από αυτό γίνεται πολύ ελκυστικό και σχεδόν ακαταμάχητο.

Από την  παιδική μας ηλικία, μαθαίνουμε να ζούμε σε κοινωνίες, όπου η οικογένεια, το σχολικό σύστημα και η κοινωνία γενικά μας επιβάλλουν τι είναι καλό και τι κακό. Κοινωνικές νόρμες μας επιβάλλουν πώς πρέπει να σκεφτόμαστε και να συμπεριφερόμαστε. Έχουν επιβάλει ορισμένα όρια που δεν πρέπει να διασχίσουμε, γιατί αν το κάνουμε, θα υπάρξουν αρνητικές συνέπειες για εμάς. Όμως πολύ συχνά παρατηρείται ότι πολλοί είναι αυτοί που θέλουν να δοκιμάσουν αυτές τις συνέπειες, για τις οποίες έχουν προειδοποιηθεί.

Ξεπερνώντας τα εμπόδια που ο κόσμος επιβάλλει σε εμάς και σε όλους τους άλλους, προκαλείται μια ορισμένη αίσθηση ευχαρίστησης, γνωστό και ως συνειδητός φόβος. Αυτό σημαίνει ότι, παρόλο που ένα άτομο έχει επίγνωση των συνεπειών που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αντιμετωπίσει, αν νιώσει ότι περιορίζεται η ελευθερία του, νιώθει ένα συναίσθημα δυσφορίας που τον κάνει να αντιδρά.

Η Θεωρία της Ψυχολογικής Αναδραστικότητας

«Γιατί ένα παιδί κάνει πολλές φορές το αντίθετο από αυτό που του λέμε; Γιατί κάποιο άτομο αρνείται να δεχθεί να του κάνουν κάποια χάρη; Γιατί η προπαγάνδα είναι συχνά αναποτελεσματική να πείσει τους ανθρώπους; Και γιατί το γρασίδι στο γειτονικό λιβάδι φαίνεται πιο πράσινο;» (Brehm, 1966).

Ο Brehm το 1966 πρότεινε την έννοια της ψυχολογικής αντιδραστικότητας.  Συγκρεκριμένα, την όρισε ως «το κίνητρο που κατευθύνεται προς την αποκατάσταση της απειλούμενης ή εξ αλειφθείσας ελευθερίας».

Η θεωρία της ψυχολογικής αναδραστικότητας υποστηρίζει, ότι όταν κάτι απειλεί ή εξαλείφει την ελευθερία συμπεριφοράς των ανθρώπων, τότε τα άτομα βιώνουν ψυχολογική αντίδραση, μια κινητήρια κατάσταση που οδηγεί στην αποκατάσταση της ελευθερίας. Την ορίζει ως την πολύ προβλέψιμη αντίσταση που εκφράζουν τα περισσότερα άτομα, όταν έρχονται αντιμέτωπα με ισχυρές απαιτήσεις για αλλαγή ή για παραίτηση από την ελευθερία τους.

Τί είναι πιθανό να σκεφτείτε, να νιώσετε και να απαντήσετε, αν κάποιος απαιτήσει ή προσπαθήσει να σας επιβάλλει να σταματήσετε για πάντα, κάποια συνήθεια που σας αρέσει να κάνετε, ακόμη και αν επιχειρηματολογεί για το πόσο βλαβερές είναι οι συνέπειες για τον οργανισμό σας;

Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι ποιός τύπος ερεθίσματος χρησιμοποιείται για να ασκήσει πίεση σε ένα άτομο, για να πραγματοποιήσει μια δεδομένη συμπεριφορά, αλλά σε ποιό βαθμό η προκύπτουσα πίεση τείνει να μειώσει ή να απειλήσει την ελευθερία του ατόμου. Όταν οι καθορισμένες ελευθερίες μειώνονται ή το άτομο απειλείται με τον περιορισμό τους, μπορεί να προβλεφθεί ότι το άτομο θα βιώσει αναδραστικότητα και θα προσπαθήσει να ανακτήσει την χαμένη ή απειλούμενη ελευθερία.

Ακόμα κι αν συνειδητοποιήσετε ότι, για παράδειγμα το αλκοόλ, προκαλεί προβλήματα, είναι πιθανό να αντισταθείτε στην αίτηση για αλλαγή, απλώς και μόνο επειδή είναι απαίτηση, πέρα από το ότι εξακολουθείτε να λατρεύετε το ποτό. Συμπερασματικά, όλοι οι άνθρωποι, όσο και οι εθισμένοι, τείνουν να αντιστέκονται στην αλλαγή, ειδικά όταν απαιτείται έντονα.

Η κινητήρια κατάσταση της αντίδρασης προέρχεται από τις βασικές ανάγκες των ατόμων για αυτοδιάθεση και αυτονομία, η οποία ωθεί τους ανθρώπους να διατηρούν την αυτονομία τους στη λήψη αποφάσεων και να αντιστέκονται σε οποιονδήποτε περιορισμό από εξωτερικές επιρροές στην ελευθερία επιλογής τους (Pavey & Sparks, 2009 Burgoon et al., 2002). Η εξάλειψη μιας εναλλακτικής επιλογής διεγείρει την αντιδραστικότητα και οδηγεί στην αύξηση της ελκυστικότητας της μη διαθέσιμης εναλλακτικής (Brehm, 1966).

Η θεωρία της ψυχολογικής αναδραστικότητας βασίζεται σε τέσσερα θεμελιώδη στοιχεία: (1) την ελευθερία, (2) την απειλή κατά της ελευθερίας, (3) την αντιδραστικότητα και (4) την αποκατάσταση της ελευθερίας (Brehm, 1966). Αυτά τα στοιχεία θα συζητηθούν λεπτομερώς παρακάτω.

Ελευθερία

Στη θεωρία της αντιδραστικότητας, η ελευθερία αναφέρεται όχι μόνο στη συμπεριφορά αλλά και στο συναίσθημα και τη στάση. Ο Brehm (1966) θεώρησε τις «ελεύθερες συμπεριφορές» ως ένα σύνολο συμπεριφορών όπου ρεαλιστικά είναι πιθανό, ένα άτομο να είναι σε θέση να συμμετάσχει, είτε σωματικά είτε ψυχολογικά σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Όταν οι άνθρωποι συμμετέχουν σε ελεύθερες συμπεριφορές, εκτιμάται ιδιαίτερα η ελευθερία συμπεριφοράς. Ο Brehm πιστεύει ότι αυτή η ανάγκη για ελευθερία επιλογής από όλες τις πιθανές συμπεριφορές έχει εξελικτική σημασία για την επιβίωση των ανθρώπων στον περίπλοκο κόσμο. Μόνο εάν τα άτομα γνωρίζουν την ύπαρξη της ελευθερίας, νιώθουν αντιδραστικά όταν η ελευθερία είναι περιορισμένη και έχουν την προθυμία να αποκαταστήσουν την ελευθερία.

«Το αίσθημα απειλής δεν συμβαίνει εκτός αν οι άνθρωποι αντιληφθούν ότι έχουν εναλλακτικές λύσεις από τις οποίες μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα και ότι είναι ικανοί να λάβουν απόφαση. Χωρίς αντιληπτή απειλή, δεν μπορεί κανείς να βιώσει ψυχολογική αντίδραση (Buller, Borlland & Burgoon, 1998)». Τα αποτελέσματα από πολλές σχετικές μελέτες έδειξαν ότι όταν ένα άτομο αναγκάζεται να πάρει μια απόφαση για να επιλέξει μία από δύο ή περισσότερες επιλογές, είναι πολύ πιθανό να προκύψει αντίδραση (Brehm & Sensening, 1966; Worchel & Brehm, 1970; Heilman & Toffler, 1976).

Απειλή για την Ελευθερία

Ο Burgoon (2002) ορίζει την απειλή για την ελευθερία ως «κάθε γεγονός που καθιστά πιο δύσκολο για ένα άτομο να ασκήσει μια ελευθερία, συνιστά απειλή για την ελευθερία αυτή». Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι οι ισχυρότερες απειλές γενικά οδηγούν σε ισχυρότερα αντιδραστικά αποτελέσματα.

Αναδραστικότητα

Η ισχύς της αναδραστικότητας έχει διατυπωθεί από τον Brehm (1966) και μπορεί να αποτυπωθεί στη θετική σχέση μεταξύ του βαθμού απειλής για μια συμπεριφορά και της αντιληπτής σημασίας της συμπεριφοράς. Ο Brehm & Brehm (1981) πιστεύουν, ότι η ισχύς της αντιδραστικότητας καθορίζεται από τρείς παράγοντες (1) το πόσο σημαντική θεωρούμε την σημασία των ελεύθερων συμπεριφορών για το άτομο, (2) την αναλογία των ελεύθερων συμπεριφορών που απειλούνται και (3) το μέγεθος της απειλής.

Ο Brehm (1966) εξήγησε, «… η εξάλειψη μιας εναλλακτικής επιλογής διεγείρει την αντιδραστικότητα και μια επακόλουθη αύξηση της ελκυστικότητας αυτής της εναλλακτικής.»

Με βάση την αρχική θεωρία του Brehm, τα επόμενα έργα έδειξαν ότι η ψυχολογική αντίδραση αποτελείται τόσο από γνωστικά όσο και από συναισθηματικά συστατικά (Dillard & Peck, 2001; Dillard & Shen, 2005). Οι γνωστικές απαντήσεις είναι σκέψεις που δημιουργούνται για να ανταποκριθούν στην πειστική επικοινωνία (Petty, 1981).

Ο Greenwald (1968) παρουσίασε ότι όταν οι άνθρωποι λαμβάνουν ένα πιεστικό μήνυμα, συνηθίζουν να συσχετίζουν το νέο μήνυμα με προηγούμενες γνώσεις και υπάρχουσες γνώσεις για το ίδιο θέμα. Κατά συνέπεια, αυτή η γνωστική διαδικασία προκαλεί αλλαγή στάσης και περαιτέρω αλλαγή συμπεριφοράς. Σε γενικές γραμμές, τα άτομα είναι πιο πιθανό να πειστούν από μηνύματα για τα οποία έχουν θετικές σκέψεις και είναι λιγότερο πιθανό να πειστούν από μηνύματα που είχαν προηγουμένως αρνητικές σκέψεις. Πολλοί ερευνητές έχουν δείξει, ότι η αντίδραση θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ως συναίσθημα ή συναισθηματική απόκριση.

Επιπλέον, ο Nabi (2002) πρότεινε, «ο περιορισμός της ελευθερίας είναι ένας πρωταρχικός διεγέρτης θυμού». Επεξεργάστηκε περαιτέρω αυτήν την ιδέα ισχυριζόμενος ότι είναι πιθανό, η θεμελιώδης δομή των αποτελεσμάτων της αντίδρασης να είναι η διέγερση του θυμού. Η συζήτηση σχετικά με τη φύση της αντιδραστικότητας δεν έχει σταματήσει ποτέ.

Αποκατάσταση της Ελευθερίας

Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να είναι ευαίσθητοι σχετικά με τις απειλές κατά της ελευθερίας που είναι σε θέση να ενεργήσουν, από αυτές που είναι μη εφικτές για αυτούς (Dillard & Shen, 2005), επιδιώκοντας να αιτιολογήσουν την μη διαθεσιμότητα της απειλούμενης ελευθερίας (Brehm, 1966). Μόλις υπάρχει μια απειλή, ενδέχεται να προκύψουν διάφορες αντιδράσεις: άμεση αποκατάσταση της ελευθερίας, πραγματοποιώντας μία απαγορευμένη συμπεριφορά ή αύξηση της ελκυστικότητας της απειλούμενης συμπεριφοράς (Brehm & Sensenig, 1966), και εχθρότητα ή ανεπιθύμητες συμπεριφορές προς αυτόν που απειλεί την ελευθερία (Wicklund, 1974).

Μερικά παραδείγματα όπου εντοπίζουμε το φαινόμενο της Ψυχολογικής Αναδραστικότητας

Καμπάνιες

Σύμφωνα με τους Brehm (1966) και Brehm & Brehm (1981), η ψυχολογική αντίδραση θεωρείται ως ένας τύπος ψυχολογικής διέγερσης που προκαλείται από την απώλεια της ελευθερίας κατά την επιλογή και την επιθυμία να αποκατασταθεί η ελευθερία που έχει απειληθεί ή εξαλειφθεί. Τα μηνύματα που στοχεύουν στην αλλαγή των τρεχουσών συμπεριφορών και συμπεριφορών των ατόμων μπορούν να θεωρηθούν απειλή για την ελευθερία επιλογής, ανεξάρτητα από το εάν τα μηνύματα έχουν νόημα για τους ανθρώπους. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, στην πρόσφατη επικαιρότητα πόσος κόσμος αντέδρασε στον περιορισμό της κυκλοφορίας που του επιβλήθηκε, πολλοί από τους οποίους πρωτύτερα δεν εξέφραζαν την ίδια ανάγκη για έξοδο.

Ένας μεγάλος αριθμός εκστρατειών δημόσιας υγείας που προτάθηκαν και ξεκίνησαν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και οργανισμούς δημόσιας υγείας αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς σε μεγάλο βαθμό (Wilde, 1993; Foxcraft, Liser-Sharp, & Lowe, 1997; Nolan, Schultz, & Knowles, 2009).

Ένα σημαντικό μέρος αυτών των προσπαθειών επικοινωνίας για τη δημόσια υγεία στοχεύει τους νέους πληθυσμούς σε θέματα που σχετίζονται με την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, την μεθυσμένη οδήγηση, τη χρήση ναρκωτικών και τις επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές (Haines & Spear, 1996; Burgoon, Alvaro, Grandpre & Voulodakis, 2002).

Πολλά από αυτά τα μηνύματα καμπάνιας τείνουν να απειλούν το κοινό δημιουργώντας φόβο για τις αρνητικές συνέπειες, εάν δεν ακολουθήσουν τις προτάσεις στις καμπάνιες. Όμως, αυτή η στρατηγική έκκλησης φόβου αποδείχθηκε αναποτελεσματική στην αλλαγή των αντιλήψεων και των συμπεριφορών του κοινού σχετικά με τα θέματα στόχου των εκστρατειών (Burgoon, et al., 2002; Job, 1988).

Ο ρόλος της ψυχολογικής αντίδρασης στην κατανάλωση αλκοόλ μετά από μηνύματα πρόληψης κατά του αλκοόλ

Δύο πειράματα εξέτασαν εάν ένα δογματικό μήνυμα πρόληψης αλκοόλ μπορεί, προκαλώντας ψυχολογική αντίδραση, να οδηγήσει σε μεγαλύτερη επακόλουθη κατανάλωση αλκοόλ, σε σύγκριση με ένα ουδέτερο μήνυμα. Στη πρώτη μελέτη, 535 φοιτητές έλαβαν είτε ένα μήνυμα υψηλής απειλής (δογματικό) είτε χαμηλού κινδύνου (ουδέτερο) που προτείνει, είτε την αποχή είτε την ελεγχόμενη κατανάλωση αλκοόλ. Τα αποτελέσματα έδειξαν, ότι τα μηνύματα υψηλής απειλής βαθμολογήθηκαν πιο αρνητικά και είχαν ως αποτέλεσμα περισσότερες προθέσεις κατανάλωσης αλκοόλ, σε σύγκριση με τη χαμηλή απειλή.

Στη δεύτερη μελέτη, με το πρόσχημα μιας «μελέτης μνήμης», 74 φοιτητές εκτέθηκαν,  είτε ένα μήνυμα υψηλού, είτε χαμηλού κινδύνου που πρότεινε την αποχή από το αλκοόλ. Στη συνέχεια, με το πρόσχημα μιας «μελέτης αντίληψης», όλα τα άτομα συμμετείχαν σε μια εργασία αξιολόγησης γεύσης, στην οποία μετρήθηκε διακριτικά η κατανάλωση μπύρας τους. Τα αποτελέσματα έδειξαν, ότι η επίδραση της υψηλής απειλής ήταν πιο αρνητική για τους άνδρες βαριούς πότες, οι οποίοι έπιναν σημαντικά περισσότερη μπύρα σε σύγκριση με τους ελέγχους χαμηλής απειλής.

Κατάχρηση Ουσιών

Οι θεραπευτές μπορούν να συναντήσουν παρόμοιους γρίφους όταν προσπαθούν να εξηγήσουν το κίνητρο πίσω από την κατάχρηση ουσιών. Ιδιαίτερα στα αρχικά στάδια του εθισμού, φαίνεται να υπάρχουν σαφή κίνητρα για χρήση. Ίσως τα άτομα απολαμβάνουν τα ευχάριστα αποτελέσματα ή τα χρησιμοποιούν για να ελαχιστοποιήσουν αρνητικές επιπτώσεις. Ωστόσο, οι άνθρωποι σε μεταγενέστερα στάδια εθισμού είναι πιο αινιγματικοί, καθώς φαίνεται να κάνουν χρήση παρά τα αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα, δεν είναι ασυνήθιστο για τα άτομα που βρίσκονται σε εθισμό σε μεταγενέστερο στάδιο να λένε ότι χρησιμοποιούν ναρκωτικά παρά τα αποτελέσματα, παρά λόγω αυτών. Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι μπορεί να αισθάνονται ότι τους αρέσει λιγότερο η ουσία, αλλά την χρειάζονται περισσότερο.

Εθισμός 

Η ντοπαμίνη λειτουργεί ως νευροδιαβιβαστής. Στην ουσία, στέλνει σήμα στον εγκέφαλο ότι κάτι είναι σημαντικό. Η ντοπαμίνη παρουσιάζεται σε φυσικές διαδικασίες απαραίτητες για την επιβίωση, συμπεριλαμβανομένου του κορεσμού της πείνας και της δίψας, της αναπαραγωγής και άλλων δραστηριοτήτων επιβίωσης. Πολλά ναρκωτικά κατάχρησης, όπως η κοκαΐνη, το αλκοόλ, τα οπιούχα και οι αμφεταμίνες, έχουν νευροχημικό αποτύπωμα παρόμοιο με αυτές τις διαδικασίες επιβίωσης, και έτσι κυριολεκτικά μπορούν να παραπλανήσουν τον εγκέφαλο να σκεφτεί ότι χρειάζεται την ουσία για να επιβιώσει. Στην επιφάνεια, τα εθισμένα άτομα ενεργούν παρά τα αντίθετα κίνητρα. Ωστόσο, κοιτάζοντας προσεκτικά βλέπουμε, ότι οι ουσίες κατάχρησης είναι ισχυροί βραχυπρόθεσμοι ενισχυτές που τελικά «εισβάλλουν» στα συστήματα ανταμοιβής του εγκεφάλου, δημιουργώντας συχνά έναν φαινομενικά τυφλό καταναγκασμό που αντιστοιχεί μόνο σε κινήσεις επιβίωσης, όπως την αντίδραση «πάλης ή φυγής», πείνας και αναπαραγωγής . Αυτή είναι η παράδοξη κατάσταση, στην οποία βρίσκονται τα εθισμένα άτομα: συμμετέχουν σε καταστροφική συμπεριφορά, παρά τα καλύτερα συμφέροντά τους. Αυτό εξηγεί, επίσης, γιατί στους έμπειρους χρήστες, μπορεί να αρέσει λιγότερο η ουσία, αλλά πιστεύουν ότι την χρειάζονται περισσότερο.

Βιβλιογραφία:

https://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/10826084.2019.1650771?src=recsys&journalCode=isum20

https://citeseerx.ist.psu.edu/viewdoc/download?doi=10.1.1.413.4401&rep=rep1&type=pdf

https://scholar.dominican.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1002&context=psychology-faculty-scholarship

https://core.ac.uk/download/pdf/38926501.pdf

https://www.researchgate.net/publication/15008989_Reactance_theory_and_alcohol_consumption_laws_Further_confirmation_among_collegiate_alcohol_consumers

 

Πηγή: https://psychoedu.gr/o-apagoreumenos-karpos/

Ημερολόγιο Γεγονότων

Ψυχολογική Αναδραστικότητα: Η αντίδραση στον περιορισμό της ελευθερίας

Η τρέχουσα περίοδος, την οποία διανύουμε με άγχος και αβεβαιότητα, είναι πρωτόγνωρη για κάθε άτομο, ομάδα και κοινωνία. Είναι, ίσως, η πρώτη φορά που λόγω μιας πανδημίας, η πλειοψηφία των κατοίκων του πλανήτη έχει τεθεί σε καραντίνα και απομόνωση, με σκοπό τη διακοπή της μετάδοσης του –γνωστού πια...
Διαβάστε περισσότερα